ολοοίτροχος

ολοοίτροχος
ὀλοοίτροχος και ὀλοίτροχος και ὁλοίτροχος, ὁ (Α)
1. στρογγυλός και κυλινδρικός ογκώδης λίθος σαν αυτούς που οι πολιορκούμενοι κυλούσαν κατά τών πολιορκητών («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας ὀλοιτρόχους ἀπίεσαν», Ηρόδ.)
2. ως επίθ. σφαιροειδής, στρογγυλός («πέτροι ὀλοίτροχοι» — στρογγυλοί λίθοι με τους οποίους παραβάλλονται οι ισχυροί στρογγυλοί μυώνες τών αθλητών, Θεοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. < ὀλοο- + -τροχος (< επίθ. τροχός «αυτός που τρέχει» < τρέχω), πρβλ. εύ-τροχος, περί-τροχος. Κατά μία άποψη, το α' συνθετικό τής λ. ὀλοο- (< *FολοFο- «στροφή, γύρισμα») εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *wel- «στρέφω, κυλίω» και συνδέεται με τη λ. ειλεός* (< *FελεFος) και τα ρ. εἰλῶ «στρέφω, περιτυλίσσω» (βλ. λ. είλω) και εἰλύω*. Το -οι- τού τ. ὀλοοίτροχος είναι δυσερμήνευτο, παρ' ότι δίνει την εντύπωση ότι αποτελεί κατάλ. τοπικής πτώσης. Η σύνδεση τού α' συνθετικού με τη λ. ὀλοός (Ι) «καταστροφέας» θεωρείται παρετυμολογική. Σε παρετυμολογική, εξάλλου, επίδραση τού επιθ. ὅλος οφείλεται η δασύτητα τού τ. ὁλοίτροχος (πρβλ. και την γλώσσα τού Ησύχ. «ὁλότροχος
περιφερής λίθος»). Τέλος, ανάλογο σχημ. αποτελεί και η γλώσσα τού Ησύχ. «ὀλοοίτροπα
παρά Ροδίοις ὀπτὰ πλάσματα εἰς θυσίαν» με σημ. «γλυκά που τά γυρίζει κανείς για να ψηθούν»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀλοοίτροχος — large stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοοιτρόχου — ὀλοοίτροχος large stone masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοοιτρόχῳ — ὀλοοίτροχος large stone masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοοίτροχον — ὀλοοίτροχος large stone masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολοίτροχος — ὀλοίτροχος και ὁλοίτροχος, ὁ (Α) βλ. ολοοίτροχος …   Dictionary of Greek

  • ολοοίτροπα — ὀλοοίτροπα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «παρὰ Ῥοδίοις ὀπτὰ πλάσματα εἰς θυσίαν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ολοοίτροχος] …   Dictionary of Greek

  • ολότροχος — ὁλότροχος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «περιφερὴς λίθος». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ολοοίτροχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”